- συνωνυμικός
- η , ό[ν] синонимический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνωνυμικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα συνώνυμα ή στη συνωνυμία. επίρρ... συνωνυμικώς και συνωνυμικά Ν με συνωνυμικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνώνυμος. Το θηλ. συνωνυμική μαρτυρείται από το 1874 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek